υποβαστακτικός

υποβαστακτικός
-ή, -ό, Ν [υποβαστάζω]
αυτός που χρησιμεύει για να υποβαστάζει, για να στηρίζει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”